- νομίατρος
- ουπάλληλος γιατρός που ασκεί εποπτεία υγιεινής στο νομό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομίατρος — ο ιατρός που ασκεί ως δημόσιος υπάλληλος εποπτεία για την υγιεινή τών κατοίκων ενός νομού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός + ιατρός] … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
Ορφανίδης, Δημήτριος — (1820 – 1898). Έλληνας καθηγητής της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Ναύπλιο, σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1849) … Dictionary of Greek